- δέξιμος
- δέξιμος, -η, -ον (Α)αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να δεχθεί, ο αποδεκτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ- τού ρ. δέχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεξίμων — δέξιμος acceptable fem gen pl δέξιμος acceptable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέξιμον — δέξιμος acceptable masc acc sg δέξιμος acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίμοις — δέξιμος acceptable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίμου — δέξιμος acceptable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξίμῳ — δέξιμος acceptable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέξιμα — δέξιμος acceptable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέξιμο — και δεξιμιό, το 1. η υποδοχή, το καλωσόρισμα 2. η συγκατάθεση, η συναίνεση 3. φρ. «καλά δεξίματα» με το καλό να τόν δεχθείτε (φίλο ή συγγενή που έλειπε). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ (δέξιμος) τού ρ. δέχομαι] … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δεξίμι — το 1. δώρο σταλμένο από κάποιον 2. στον πληθ. δεξίμια δεξίματα, το δέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ (δέξιμος, δέξιμο) τού δέχομαι] … Dictionary of Greek